Δουσίκου, μονή

Δουσίκου, μονή
Ονομάζεται και μονή των Μεγάλων Πυλών. Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Πίνδου (νομός Τρικάλων). Ιδρύθηκε το 1522 από τον μητροπολίτη Λαρίσης, Βησσαρίωνα, αλλά ο ναός ξαναχτίστηκε το 1544 με μεγαλύτερες διαστάσεις από τον ανιψιό του Βησσαρίωνα, μητροπολίτη Λαρίσης, Νεόφυτο. Σύμφωνα με την επιγραφή, ο ναός τοιχογραφήθηκε τον Νοέμβριο του 1557. Ο τύπος του ναού και η τοιχογραφική του διακόσμηση φανερώνουν την καλλιτεχνική επιρροή του Αγίου Όρους. Η εκκλησία είναι τρίκογχη, αθωνικού τύπου και οι τοιχογραφίες, που διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση, φιλοτεχνήθηκαν από τους ζωγράφους της Κρητικής σχολής που εργάζονταν στα μοναστήρια του Άθω. Ο ανώνυμος ζωγράφος των τοιχογραφιών πρέπει να ήταν επικεφαλής της ίδιας ομάδας Κρητικών που ζωγράφισε το καθολικό της μονής Μεταμόρφωσης στα Μετέωρα (1552), όπου θεωρείται ότι έλαβε μέρος και ο Θεοφάνης Στρελίτζας. Το τέμπλο, ξυλόγλυπτο έργο που έχει επιχρυσωθεί, φέρει εικόνες του ζωγράφου Δροσινού. Τα χειρόγραφα μεταφέρθεηκαν τον 19ο αι. στην Εθνική βιβλιοθήκη της Aθήνας. Η μονή Δουσίκου στην Πίνδο, που ιδρύθηκε το 1522, διατηρεί τον φρουριακό χαρακτήρα της. Μία γραφική γέφυρα από την εποχή της τουρκοκρατίας δεσπόζει με το χαρακτηριστικό τόξο της στο φυσικό περιβάλλον κοντά στη μονή Δουσίκου. Οι τοιχογραφίες του 1557, που στολίζουν το καθολικό της μονής Δουσίκου, είναι έργα Κρητικών ζωγράφων, οι οποίοι κυριαρχούν τον 16o αι. στη θρησκευτική ζωγραφική στις ελληνικές χώρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών …   Dictionary of Greek

  • Τζημούρης, Αθανάσιος — (Καλαρρύτες; – Ζάκυνθος 1823). Ηπειρώτης χρυσικός. Τα χρόνια της ακμής του συμπίπτουν με τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και τις πρώτες του 19ου αι. Το 1821, όταν καταστράφηκε το χωριό του, οι Καλαρρύτες, κατά τις συγκρούσεις των αυτοκρατορικών …   Dictionary of Greek

  • Τρίκαλα — I Πόλη της δυτικής Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της ομώνυμης επαρχίας. Χτισμένη στο κένρο της δυτικής λεκάνης της Θεσσαλίας, που ονομάζεται πεδιάδα των T., διαρρέεται από τον παραπόταμο του Πηνειού Ληθαίο, ο οποίος με τις… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • Πόρτα-Παναγιά — Βυζαντινός ναός της Θεσσαλίας, 20 χλμ. περίπου ΝΔ των Τρικάλων, κοντά στο χωριό Πύλη, στη δεξιά όχθη του χειμάρρου Πορταϊκού, ανάμεσα στα λίγα σπίτια του παλιού οικισμού Πόρτα, που καταστράφηκε το 1822. Η εκκλησία αυτή ήταν το καθολικό ενός… …   Dictionary of Greek

  • Βησσαρίων — Όνομα λόγιων κληρικών. 1. Βυζαντινός θεολόγος, καρδινάλιος και διάσημος ουμανιστής των χρόνων της Αναγέννησης (Τραπεζούντα 1395 – Ραβένα 1472). Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στη σχολή του Πλήθωνα στον Μιστρά. Η μαθητεία του κοντά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”